ενδεικτικό

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ενδεικτικό < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ενδεικτικό ουδέτερο

  • το επίσημο έγγραφο σχολικών βαθμίδων που αναφέρει ότι ο μαθητής προάγεται στην επόμενη τάξη

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ενδεικτικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.