εμπιστευτικώς

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εμπιστευτικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐμπιστευτικῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε εμπιστευτικ(ός) + -ώς.

Προφορά

ΔΦΑ : /em.bi.ste.ftiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εμπιστευτικώς
ομόηχο: εμπιστευτικός

Επίρρημα

εμπιστευτικώς

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.