εκσφενδονίσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
εκσφενδονίσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκσφενδονίζω
- θα εκσφενδονίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκσφενδονίζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
εκσφενδονίσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εκσφενδόνιση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.