εκπροσωπούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εκπροσωπούμαι | εκπροσωπούμουν | θα εκπροσωπούμαι | να εκπροσωπούμαι | ||
| β' ενικ. | εκπροσωπείσαι | εκπροσωπούσουν | θα εκπροσωπείσαι | να εκπροσωπείσαι | ||
| γ' ενικ. | εκπροσωπείται | εκπροσωπούνταν | θα εκπροσωπείται | να εκπροσωπείται | ||
| α' πληθ. | εκπροσωπούμαστε | εκπροσωπούμασταν εκπροσωπούμαστε |
θα εκπροσωπούμαστε | να εκπροσωπούμαστε | ||
| β' πληθ. | εκπροσωπείστε | εκπροσωπούσασταν εκπροσωπούσαστε |
θα εκπροσωπείστε | να εκπροσωπείστε | εκπροσωπείστε | |
| γ' πληθ. | εκπροσωπούνται | εκπροσωπούνταν | θα εκπροσωπούνται | να εκπροσωπούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εκπροσωπήθηκα | θα εκπροσωπηθώ | να εκπροσωπηθώ | εκπροσωπηθεί | ||
| β' ενικ. | εκπροσωπήθηκες | θα εκπροσωπηθείς | να εκπροσωπηθείς | εκπροσωπήσου | ||
| γ' ενικ. | εκπροσωπήθηκε | θα εκπροσωπηθεί | να εκπροσωπηθεί | |||
| α' πληθ. | εκπροσωπηθήκαμε | θα εκπροσωπηθούμε | να εκπροσωπηθούμε | |||
| β' πληθ. | εκπροσωπηθήκατε | θα εκπροσωπηθείτε | να εκπροσωπηθείτε | εκπροσωπηθείτε | ||
| γ' πληθ. | εκπροσωπήθηκαν εκπροσωπηθήκαν(ε) |
θα εκπροσωπηθούν(ε) | να εκπροσωπηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω εκπροσωπηθεί | είχα εκπροσωπηθεί | θα έχω εκπροσωπηθεί | να έχω εκπροσωπηθεί | εκπροσωπημένος | |
| β' ενικ. | έχεις εκπροσωπηθεί | είχες εκπροσωπηθεί | θα έχεις εκπροσωπηθεί | να έχεις εκπροσωπηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει εκπροσωπηθεί | είχε εκπροσωπηθεί | θα έχει εκπροσωπηθεί | να έχει εκπροσωπηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε εκπροσωπηθεί | είχαμε εκπροσωπηθεί | θα έχουμε εκπροσωπηθεί | να έχουμε εκπροσωπηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε εκπροσωπηθεί | είχατε εκπροσωπηθεί | θα έχετε εκπροσωπηθεί | να έχετε εκπροσωπηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν εκπροσωπηθεί | είχαν εκπροσωπηθεί | θα έχουν εκπροσωπηθεί | να έχουν εκπροσωπηθεί | ||
Μεταφράσεις
εκπροσωπούμαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.