εκπαραθυρώσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

εκπαραθυρώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκπαραθυρώνω
  2. θα εκπαραθυρώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκπαραθυρώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

εκπαραθυρώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εκπαραθύρωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.