εκλογικό τμήμα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εκλογικό τμήμα <  δείτε τις λέξεις εκλογικός και τμήμα

Πολυλεκτικός όρος

εκλογικό τμήμα ουδέτερο

  • το καθορισμένο μέρος όπου προσέρχονται οι ψηφοφόροι, ανάλογα με τον τόπο διαμονής τους και το επώνυμό τους, για να ψηφίσουν

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.