εκκινήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

εκκινήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκκινώ
  2. θα εκκινήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκκινώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

εκκινήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εκκίνηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.