εκθηλύνομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εκθηλύνομαι < εκθηλύνω < πρόθεση εκ και το ρήμα θηλύνω

Ρήμα

εκθηλύνομαι

  • αποκτώ γυναικεία χαρακτηριστικά, γίνομαι θηλυπρεπής, γίνομαι μαλακός, υποχωρώ, ενδίδω. Μέση φωνή του αρχαίιου ρήματος εκθηλύνω.

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.