εκδικάσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

εκδικάσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκδικάζω
  2. θα εκδικάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκδικάζω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

εκδικάσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εκδίκαση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.