εκβιομηχανίσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
εκβιομηχανίσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκβιομηχανίζω
- θα εκβιομηχανίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκβιομηχανίζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
εκβιομηχανίσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εκβιομηχάνιση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.