εκατόχρονα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | εκατόχρονα | ||
| γενική | των | εκατόχρονων | ||
| αιτιατική | τα | εκατόχρονα | ||
| κλητική | εκατόχρονα | |||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εκατόχρονα < εκατόχρονο
Ουσιαστικό
εκατόχρονα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (ουσιαστικοποιημένο) τα εκατοντάχρονα,[1] η εκατονταετηρίδα (επέτειος)
Αναφορές
- εκατόχρονα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.