εκάστοτε

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εκάστοτε < αρχαία ελληνική ἑκάστοτε

Προφορά

ΔΦΑ : /eˈka.sto.te/

Επίρρημα

εκάστοτε

  • (χρονικό) κάθε φορά, σε κάθε περίπτωση
όλοι οι εκάστοτε συνάδελφοί της έχουν να πουν τα καλύτερα για αυτήν

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.