ἑκάστοτε

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἑκάστοτε < ἕκαστος + -τε

Επίρρημα

ἑκάστοτε

  • (χρονικό) κάθε φορά
σὺ δὲ οὔτε Λακεδαίμονα προῃροῦ οὔτε Κρήτην, ἃς δὴ ἑκάστοτε φῂς εὐνομεῖσθαι (Πλάτων, Κρίτων)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.