ειδικεύσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

ειδικεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ειδικεύω
  2. θα ειδικεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ειδικεύω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

ειδικεύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ειδίκευση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.