εγχειρήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

εγχειρήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εγχειρώ
  2. θα εγχειρήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εγχειρώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

εγχειρήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εγχείρηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.