cordially

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

cordially < cordial + -ly

Επίρρημα

When I got there, I was cordially received by the president of the company. Όταν έφτασα εκεί, έγινα θερμά / με εγκαρδιότητα δεκτός από τον πρόεδρο της εταιρείας.

Σημειώσεις

  • με αρχικό κεφαλαίο, Cordially, η λέξη χρησιμοποιείται για τελική φιλοφρόνηση στο κλείσιμο επιστολών, ως σύντομη εκδοχή του τυπικότερου Yours cordially.

Εκφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.