δόλων

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δόλων < ελληνιστική κοινή δόλων

Ουσιαστικό

δόλων αρσενικό

  1. (σπάνιο) κρυμμένο μαχαίρι ή στιλέτο
  2. (ναυτικός όρος) (συνήθως στον πληθυντικό) γάμπια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.