δόκανον

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

δόκανον: σχηματισμός ενικού < κληρονομημένο από την ελληνιστική κοινή δόκανα (μόνο στον πληθυντικό, με κατάληξη -ανα του -ανον, σύμβολο των Διοσκούρων) με την επίδραση της σημασίας του ελληνιστικού δοκάνη (πάσσαλος που στερέωνε δίχτυα) [1][2]  και δείτε τη λέξη δοκός
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: δόκανο με σημασία: παγίδα

Ουσιαστικό

δόκανον ουδέτερο

Αναφορές

  1. «δόκανο» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. δόκανο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.