δυστυχέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

δυστυχέω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

δυστυχέω / δυστυχῶ

  1. είμαι δυστυχισμένος, είμαι άτυχος, κακοτυχώ
      5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Ἀνδρομάχη, στίχ. 713 (713-714)
    ἀλλ᾽, εἰ τὸ κείνης δυστυχεῖ παίδων πέρι, | ἄπαιδας ἡμᾶς δεῖ καταστῆναι τέκνων;
    Αν όμως η αφεντιά της κακοτύχησε, | άτεκνοι θα ᾽πρεπε να μείνουμε κι εμείς;
    Μετάφραση (1994): Γιώργος Γεραλής, Αθήνα: Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος @greeklanguage.gr
  2. είμαι δυσαρεστημένος, θλιμμένος

Αντώνυμα

  • εὐτυχέω

Εκφράσεις

  • τὰ δυστυχηθέντα: οι αποτυχίες

Συγγενικά


Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.