δυσθυμώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- δυσθυμώ < αρχαία ελληνική δυσθυμέω / δυσθυμῶ < δυσ- + θυμός
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | δυσθυμώ | δυσθυμούσα | θα δυσθυμώ | να δυσθυμώ | δυσθυμώντας | |
| β' ενικ. | δυσθυμείς | δυσθυμούσες | θα δυσθυμείς | να δυσθυμείς | (δυσθύμει) | |
| γ' ενικ. | δυσθυμεί | δυσθυμούσε | θα δυσθυμεί | να δυσθυμεί | ||
| α' πληθ. | δυσθυμούμε | δυσθυμούσαμε | θα δυσθυμούμε | να δυσθυμούμε | ||
| β' πληθ. | δυσθυμείτε | δυσθυμούσατε | θα δυσθυμείτε | να δυσθυμείτε | δυσθυμείτε | |
| γ' πληθ. | δυσθυμούν(ε) | δυσθυμούσαν(ε) | θα δυσθυμούν(ε) | να δυσθυμούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | δυσθύμησα | θα δυσθυμήσω | να δυσθυμήσω | δυσθυμήσει | ||
| β' ενικ. | δυσθύμησες | θα δυσθυμήσεις | να δυσθυμήσεις | δυσθύμησε | ||
| γ' ενικ. | δυσθύμησε | θα δυσθυμήσει | να δυσθυμήσει | |||
| α' πληθ. | δυσθυμήσαμε | θα δυσθυμήσουμε | να δυσθυμήσουμε | |||
| β' πληθ. | δυσθυμήσατε | θα δυσθυμήσετε | να δυσθυμήσετε | δυσθυμήστε | ||
| γ' πληθ. | δυσθύμησαν δυσθυμήσαν(ε) |
θα δυσθυμήσουν(ε) | να δυσθυμήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω δυσθυμήσει | είχα δυσθυμήσει | θα έχω δυσθυμήσει | να έχω δυσθυμήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις δυσθυμήσει | είχες δυσθυμήσει | θα έχεις δυσθυμήσει | να έχεις δυσθυμήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει δυσθυμήσει | είχε δυσθυμήσει | θα έχει δυσθυμήσει | να έχει δυσθυμήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε δυσθυμήσει | είχαμε δυσθυμήσει | θα έχουμε δυσθυμήσει | να έχουμε δυσθυμήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε δυσθυμήσει | είχατε δυσθυμήσει | θα έχετε δυσθυμήσει | να έχετε δυσθυμήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν δυσθυμήσει | είχαν δυσθυμήσει | θα έχουν δυσθυμήσει | να έχουν δυσθυμήσει |
| |
Μεταφράσεις
δυσθυμώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.