δοκούν

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δοκούν < μετοχή ουδετέρου γένους του ρήματος δοκέω

Ουσιαστικό

δοκούν ουδέτερο

  • αυτό που φαίνεται καλό ή σωστό σε κάποιον

Εκφράσεις

  • κατά το δοκούν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.