διπλώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðiˈplo.no.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐πλώ‐νο‐μαι
Ρήμα
διπλώνομαι, π.αόρ.: διπλώθηκα, μτχ.π.π.: διπλωμένος, (ενεργ.: διπλώνω)
- παθητική φωνή του ρήματος διπλώνω → δείτε και την κλίση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.