διπλοψηφίζω
Νέα ελληνικά (el)
Συγγενικά
- διπλοψηφία
- διπλοψήφισμα
- → δείτε τις λέξεις διπλός, δύο, ψηφίζω και ψήφος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διπλοψηφίζω | διπλοψήφιζα | θα διπλοψηφίζω | να διπλοψηφίζω | διπλοψηφίζοντας | |
| β' ενικ. | διπλοψηφίζεις | διπλοψήφιζες | θα διπλοψηφίζεις | να διπλοψηφίζεις | διπλοψήφιζε | |
| γ' ενικ. | διπλοψηφίζει | διπλοψήφιζε | θα διπλοψηφίζει | να διπλοψηφίζει | ||
| α' πληθ. | διπλοψηφίζουμε | διπλοψηφίζαμε | θα διπλοψηφίζουμε | να διπλοψηφίζουμε | ||
| β' πληθ. | διπλοψηφίζετε | διπλοψηφίζατε | θα διπλοψηφίζετε | να διπλοψηφίζετε | διπλοψηφίζετε | |
| γ' πληθ. | διπλοψηφίζουν(ε) | διπλοψήφιζαν διπλοψηφίζαν(ε) |
θα διπλοψηφίζουν(ε) | να διπλοψηφίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διπλοψήφισα | θα διπλοψηφίσω | να διπλοψηφίσω | διπλοψηφίσει | ||
| β' ενικ. | διπλοψήφισες | θα διπλοψηφίσεις | να διπλοψηφίσεις | διπλοψήφισε | ||
| γ' ενικ. | διπλοψήφισε | θα διπλοψηφίσει | να διπλοψηφίσει | |||
| α' πληθ. | διπλοψηφίσαμε | θα διπλοψηφίσουμε | να διπλοψηφίσουμε | |||
| β' πληθ. | διπλοψηφίσατε | θα διπλοψηφίσετε | να διπλοψηφίσετε | διπλοψηφίστε | ||
| γ' πληθ. | διπλοψήφισαν διπλοψηφίσαν(ε) |
θα διπλοψηφίσουν(ε) | να διπλοψηφίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω διπλοψηφίσει | είχα διπλοψηφίσει | θα έχω διπλοψηφίσει | να έχω διπλοψηφίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις διπλοψηφίσει | είχες διπλοψηφίσει | θα έχεις διπλοψηφίσει | να έχεις διπλοψηφίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει διπλοψηφίσει | είχε διπλοψηφίσει | θα έχει διπλοψηφίσει | να έχει διπλοψηφίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε διπλοψηφίσει | είχαμε διπλοψηφίσει | θα έχουμε διπλοψηφίσει | να έχουμε διπλοψηφίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε διπλοψηφίσει | είχατε διπλοψηφίσει | θα έχετε διπλοψηφίσει | να έχετε διπλοψηφίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν διπλοψηφίσει | είχαν διπλοψηφίσει | θα έχουν διπλοψηφίσει | να έχουν διπλοψηφίσει |
| |
Μεταφράσεις
διπλοψηφίζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.