διοργανωτικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διοργανωτικά < διοργανωτικός + -ά
Μεταφράσεις
διοργανωτικά
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
διοργανωτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του διοργανωτικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.