διερώτησις

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διερώτησις < διερωτώμαι, διερωτη- + -σις  και δείτε τη λέξη διερώτηση

Ουσιαστικό

διερώτησις θηλυκό

  • (καθαρεύουσα)
    1. η διερώτηση, λεπτομερής διερεύνηση
    2. (ναυτικός όρος, παρωχημένο) πρόσκληση από πολεμικό προς εμπορικό πλοίο, με σήματα του διεθνούς κώδικα ή από απεσταλμένο αξιωματικό με ερώτηση για την προέλευση του πλοίου, το φορτίο, κ.λπ.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.