διερώτησις
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διερώτησις < διερωτώμαι, διερωτη- + -σις → και δείτε τη λέξη διερώτηση
Ουσιαστικό
διερώτησις θηλυκό
- (καθαρεύουσα)
- η διερώτηση, λεπτομερής διερεύνηση
- (ναυτικός όρος, παρωχημένο) πρόσκληση από πολεμικό προς εμπορικό πλοίο, με σήματα του διεθνούς κώδικα ή από απεσταλμένο αξιωματικό με ερώτηση για την προέλευση του πλοίου, το φορτίο, κ.λπ.
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.