διερμηνευόμενη γλώσσα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διερμηνευόμενη γλώσσα < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική interpreted language.  δείτε τις λέξεις γλώσσα και διερμηνεύω

Πολυλεκτικός όρος

διερμηνευόμενη γλώσσα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.