διαόλοι
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
διαόλοι αρσενικό
- (λαϊκότροπο): ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διάολος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.