διαχειριστής πακέτου
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διαχειριστής πακέτου < → δείτε τις λέξεις διαχειριστής και πακέτο < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική package manager
Πολυλεκτικός όρος
διαχειριστής πακέτου ουδέτερο
- (λογισμικό) package manager: πρόγραμμα που αυτοματοποιεί τη διαδικασία εγκατάστασης (installation), αναβάθμισης (update), διαμόρφωσης (configuration) και απεγκατάστασης πακέτων λογισμικού
Μεταφράσεις
διαχειριστής πακέτου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.