διατραγωδώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διατραγωδώ < ελληνιστική κοινή διατραγῳδέω / διατραγῳδῶ

Ρήμα

διατραγωδώ (παθητική φωνή: διατραγωδούμαι)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.