διασαφηνίζομαι

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ði̯a.sa.fiˈni.zo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διασαφηνίζομαι

Ρήμα

διασαφηνίζομαι, π.αόρ.: διασαφηνίστηκα/διασαφηνίσθηκα, μτχ.π.π.: διασαφηνισμένος, (ενεργ.: διασαφηνίζω)



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ρήμα

διασαφηνίζομαι

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.