διανέμομαι

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ði̯aˈne.mo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διανέμομαι

Ρηματικός τύπος

διανέμομαι, π.αόρ.: διανεμήθηκα, μτχ.π.π.: διανεμημένος

Συνώνυμα



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ρηματικός τύπος

διανέμομαι

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.