διαμφισβητήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

διαμφισβητήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαμφισβητώ
  2. θα διαμφισβητήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαμφισβητώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

διαμφισβητήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διαμφισβήτηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.