διακυβερνήσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
διακυβερνήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διακυβερνώ
- θα διακυβερνήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διακυβερνώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
διακυβερνήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διακυβέρνηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.