διακορεύομαι

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ði̯a.koˈɾe.vo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διακορεύομαι

Ρήμα

διακορεύομαι, π.αόρ.: διακορεύτηκα/-θηκα, μτχ.π.π.: διακορευμένος, (ενεργ.: διακορεύω)



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ρήμα

διακορεύομαι

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.