διαθερμαίνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διαθερμαίνω < αρχαία ελληνική διαθερμαίνω < διά + θερμαίνω
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διαθερμαίνω | διαθέρμαινα | θα διαθερμαίνω | να διαθερμαίνω | διαθερμαίνοντας | |
| β' ενικ. | διαθερμαίνεις | διαθέρμαινες | θα διαθερμαίνεις | να διαθερμαίνεις | διαθέρμαινε | |
| γ' ενικ. | διαθερμαίνει | διαθέρμαινε | θα διαθερμαίνει | να διαθερμαίνει | ||
| α' πληθ. | διαθερμαίνουμε | διαθερμαίναμε | θα διαθερμαίνουμε | να διαθερμαίνουμε | ||
| β' πληθ. | διαθερμαίνετε | διαθερμαίνατε | θα διαθερμαίνετε | να διαθερμαίνετε | διαθερμαίνετε | |
| γ' πληθ. | διαθερμαίνουν(ε) | διαθέρμαιναν διαθερμαίναν(ε) |
θα διαθερμαίνουν(ε) | να διαθερμαίνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διαθέρμανα | θα διαθερμάνω | να διαθερμάνω | διαθερμάνει | ||
| β' ενικ. | διαθέρμανες | θα διαθερμάνεις | να διαθερμάνεις | διαθέρμανε | ||
| γ' ενικ. | διαθέρμανε | θα διαθερμάνει | να διαθερμάνει | |||
| α' πληθ. | διαθερμάναμε | θα διαθερμάνουμε | να διαθερμάνουμε | |||
| β' πληθ. | διαθερμάνατε | θα διαθερμάνετε | να διαθερμάνετε | διαθερμάνετε | ||
| γ' πληθ. | διαθέρμαναν διαθερμάναν(ε) |
θα διαθερμάνουν(ε) | να διαθερμάνουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω διαθερμάνει | είχα διαθερμάνει | θα έχω διαθερμάνει | να έχω διαθερμάνει | ||
| β' ενικ. | έχεις διαθερμάνει | είχες διαθερμάνει | θα έχεις διαθερμάνει | να έχεις διαθερμάνει | ||
| γ' ενικ. | έχει διαθερμάνει | είχε διαθερμάνει | θα έχει διαθερμάνει | να έχει διαθερμάνει | ||
| α' πληθ. | έχουμε διαθερμάνει | είχαμε διαθερμάνει | θα έχουμε διαθερμάνει | να έχουμε διαθερμάνει | ||
| β' πληθ. | έχετε διαθερμάνει | είχατε διαθερμάνει | θα έχετε διαθερμάνει | να έχετε διαθερμάνει | ||
| γ' πληθ. | έχουν διαθερμάνει | είχαν διαθερμάνει | θα έχουν διαθερμάνει | να έχουν διαθερμάνει |
| |
Μεταφράσεις
διαθερμαίνω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.