διαβρώσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

διαβρώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαβρώνω
  2. θα διαβρώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαβρώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

διαβρώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διάβρωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.