δημοπρατήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

δημοπρατήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δημοπρατώ
  2. θα δημοπρατήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δημοπρατώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

δημοπρατήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του δημοπράτηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.