δημιουργικότης

Νέα ελληνικά (el)

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δημιουργικότης αἱ δημιουργικότητες
      γενική τῆς δημιουργικότητος τῶν δημιουργικοτήτων
      δοτική τῇ δημιουργικότητι ταῖς δημιουργικότησι(ν)
    αιτιατική τὴν δημιουργικότητα τὰς δημιουργικότητας
     κλητική ! δημιουργικότης δημιουργικότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δημιουργικότης (μαρτυρείται από το 1861) [1] < δημιουργικ(ός) + -ότης

Ουσιαστικό

δημιουργικότης θηλυκό

Αναφορές

  1. σελ. 273, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.