δηλητηριάσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

δηλητηριάσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δηλητηριάζω
  2. θα δηλητηριάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δηλητηριάζω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

δηλητηριάσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του δηλητηρίαση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.