δεύτερο χέρι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- δεύτερο χέρι < → λείπει η ετυμολογία
Έκφραση
δεύτερο χέρι
- για εμπόρευμα που έχει ήδη χρησιμοποιηθεί, είναι μεταχειρισμένο
- υπάρχουν στην αγορά πιάνα από δεύτερο χέρι σε πολύ καλή κατάσταση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.