δενδροφυτεύσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

δενδροφυτεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δενδροφυτεύω
  2. θα δενδροφυτεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δενδροφυτεύω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

δενδροφυτεύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του δενδροφύτευση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.