δελεαστικότης
Νέα ελληνικά (el)
| καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | δελεαστικότης | αἱ | δελεαστικότητες | ||||
| γενική | τῆς | δελεαστικότητος | τῶν | δελεαστικοτήτων | ||||
| δοτική | τῇ | δελεαστικότητι | ταῖς | δελεαστικότησι(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | δελεαστικότητα | τὰς | δελεαστικότητᾰς | ||||
| κλητική ὦ! | δελεαστικότης | δελεαστικότητες | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.