δεκάκις

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δεκάκις < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δεκάκις

Προφορά

ΔΦΑ : /ðeˈka.cis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δεκάκις

Επίρρημα

δεκάκις

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

δεκάκις < {{λ|δέκα|grc|δέκ(α) + -άκις

Επίρρημα

δεκάκις

  • (αριθμητικό επίρρημα) δέκα φορές

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.