δίδυμο

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δίδυμο < ουσιαστικοποιημένο επίθετο δίδυμος
  • Αντικείμενο λίστας με τελείες

Ουσιαστικό

δίδυμο ουδέτερο

  1. καθένα από τα δίδυμα αδέλφια
      Αγαπιόμαστε πολύ, όπως αγαπιούνται τα δίδυμα. (Γιάννης Γουδέλης, Τα μάτια της δίδυμης)
  2. για δύο άτομα που συνεργάζονται στενά ή που εμφανίζονται πάντοτε μαζί. Έχει και ειρωνική χροιά
    το καλλιτεχνικό δίδυμο του τάδε και του δείνα
    το δίδυμο της αντιπαλότητας
    το δίδυμο της συμφοράς
  3. η στοιχηματική πρόβλεψη στον ιππόδρομο

Συνώνυμα

  1. ντουέτο, ζευγάρι

Επίθετο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.