δίδυμο
Νέα ελληνικά (el)
Ουσιαστικό
δίδυμο ουδέτερο
- καθένα από τα δίδυμα αδέλφια
- ※ Αγαπιόμαστε πολύ, όπως αγαπιούνται τα δίδυμα. (Γιάννης Γουδέλης, Τα μάτια της δίδυμης)
- για δύο άτομα που συνεργάζονται στενά ή που εμφανίζονται πάντοτε μαζί. Έχει και ειρωνική χροιά
- το καλλιτεχνικό δίδυμο του τάδε και του δείνα
- το δίδυμο της αντιπαλότητας
- το δίδυμο της συμφοράς
- η στοιχηματική πρόβλεψη στον ιππόδρομο
Επίθετο
- βλέπε δίδυμος
Μεταφράσεις
δίδυμο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.