ντουέτο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ντουέτο | τα | ντουέτα |
| γενική | του | ντουέτου | των | ντουέτων |
| αιτιατική | το | ντουέτο | τα | ντουέτα |
| κλητική | ντουέτο | ντουέτα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ντουέτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική duetto
Προφορά
- ΔΦΑ : /duˈe.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ντου‐έ‐το
Επίρρημα
ντουέτο
- δυο δυο μαζί, όπως ένα ντουέτο
- ↪ τραγουδάνε μόνο ντουέτο, ποτέ δεν τους έχω ακούσει χωριστά
.jpg.webp)
μουσικό ντουέτο σε υπαίθρια πρόβα
Ουσιαστικό
ντουέτο ουδέτερο
- (μουσική) μουσικό έργο για δύο όργανα ή δύο φωνές
- (μουσική, θέατρο) δύο καλλιτέχνες που εμφανίζονται μαζί (συχνά άντρας και γυναίκα) σε παράσταση
- ↪ το ντουέτο των αδελφών X είχε μεγάλη επιτυχία στην επιθεώρηση
- (ειρωνικό) για ανθρώπους που εμφανίζονται συνεχώς μαζί, ή για ερωτικό ζευγάρι
- ↪ Θέλεις να καλέσεις τη Μαρία στο πάρτι; Θα πρέπει να καλέσεις και την κολλητή της. Είναι ντουέτο αυτές οι δυο.
Συνώνυμα
για τη μουσική:
- ντούο
Συγγενικά
- ντουετάκι (υποκοριστικό)
- ντουμπλάρισμα
- ντουμπλάρω
- ντούμπλεξ
- ντουμπλ φας
- ντούο
- πιάνο ντούο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.