δει

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δει < αρχαία ελληνική δεῖ

Ρήμα

δει

  • (μόνο στο γ'ενικό) είναι ανάγκη
    όπου δει: όπου χρειάζεται
    θα γίνουν αλλαγές στο νόμο, όπου δει

Μεταφράσεις

Ρηματικός τύπος

δει

  1. γ΄ ενικό πρόσωπο στιγμιαίου μέλλοντα και υποτακτικής του βλέπω
    ο Γιώργος θα δει την Ελένη σήμερα
    Ο Γιώργος θέλει να δει την Ελένη σήμερα
  2. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος βλέπω
    τον έχεις δει καθόλου τώρα τελευταία;
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.