γύρευε

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈʝi.ɾe.ve/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γύρευε

Ρηματικός τύπος

γύρευε

  1. β' ενικό προστακτικής ενεστώτα του ρήματος γυρεύω
  2. γ' ενικό οριστικής παρατατικού (γύρευα) του ρήματος γυρεύω

Σύνθετα

Εκφράσεις

για την προστακτική:

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.