γρούζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γρούζω < (ηχομιμητική λέξη)

Ρήμα

γρούζω

  1. παράγω έναν επαναλαμβανόμενο ήχο που ακούγεται σαν γρου
  2. γρυλίζω
  3. μουρμουρίζω
  4. φωνάζω, σκούζω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.