γρούζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- γρούζω < (ηχομιμητική λέξη)
Ρήμα
γρούζω
- παράγω έναν επαναλαμβανόμενο ήχο που ακούγεται σαν γρου
- γρυλίζω
- μουρμουρίζω
- φωνάζω, σκούζω
Μεταφράσεις
γρούζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.