γροικώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γροικώ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γροικῶ < ἀγροικῶ < αβέβαιης ετυμολογίας

Ρήμα

γροικώ (δημοτική)

  1. (λογοτεχνικό) ακούω
  2. (λογοτεχνικό) ακούω, καταλαβαίνω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.