αγροικώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αγροικώ < μεσαιωνική ελληνική ἀγροικῶ[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ɣɾiˈko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γροι‐κώ
Ρήμα
αγροικώ (δημοτική)
- (λογοτεχνικό) ακούω, καταλαβαίνω
- ↪αγροικάει το μοιρολόι και τραβάει κατά εκεί
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αγροικάω - αγροικώ | αγροικούσα | θα αγροικάω - αγροικώ | να αγροικάω - αγροικώ | αγροικώντας | |
| β' ενικ. | αγροικάς - αγροικείς | αγροικούσες | θα αγροικάς - αγροικείς | να αγροικάς - αγροικείς | αγροίκα - αγροίκαγε | |
| γ' ενικ. | αγροικάει - αγροικά - αγροικεί | αγροικούσε | θα αγροικάει - αγροικά - αγροικεί | να αγροικάει - αγροικά - αγροικεί | ||
| α' πληθ. | αγροικάμε - αγροικούμε | αγροικούσαμε | θα αγροικάμε - αγροικούμε | να αγροικάμε - αγροικούμε | ||
| β' πληθ. | αγροικάτε - αγροικείτε | αγροικούσατε | θα αγροικάτε - αγροικείτε | να αγροικάτε - αγροικείτε | αγροικάτε - αγροικείτε | |
| γ' πληθ. | αγροικάν(ε) - αγροικούν(ε) | αγροικούσαν | θα αγροικάν(ε) - αγροικούν(ε) | να αγροικάν(ε) - αγροικούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αγροίκησα | θα αγροικήσω | να αγροικήσω | αγροικήσει | ||
| β' ενικ. | αγροίκησες | θα αγροικήσεις | να αγροικήσεις | αγροίκα - αγροίκησε | ||
| γ' ενικ. | αγροίκησε | θα αγροικήσει | να αγροικήσει | |||
| α' πληθ. | αγροικήσαμε | θα αγροικήσουμε | να αγροικήσουμε | |||
| β' πληθ. | αγροικήσατε | θα αγροικήσετε | να αγροικήσετε | αγροικήστε | ||
| γ' πληθ. | αγροίκησαν αγροικήσαν(ε) |
θα αγροικήσουν(ε) | να αγροικήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αγροικήσει | είχα αγροικήσει | θα έχω αγροικήσει | να έχω αγροικήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αγροικήσει | είχες αγροικήσει | θα έχεις αγροικήσει | να έχεις αγροικήσει | έχε αγροικημένο | |
| γ' ενικ. | έχει αγροικήσει | είχε αγροικήσει | θα έχει αγροικήσει | να έχει αγροικήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αγροικήσει | είχαμε αγροικήσει | θα έχουμε αγροικήσει | να έχουμε αγροικήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αγροικήσει | είχατε αγροικήσει | θα έχετε αγροικήσει | να έχετε αγροικήσει | έχετε αγροικημένο | |
| γ' πληθ. | έχουν αγροικήσει | είχαν αγροικήσει | θα έχουν αγροικήσει | να έχουν αγροικήσει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) αγροικημένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) αγροικημένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) αγροικημένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) αγροικημένο | |||||
Μεταφράσεις
αγροικώ
|
|
Αναφορές
- αγροικώ - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.